-Πού πας -μου λέει ο καπνός, λεύτερος κι αναθρώσκων- γραβατωμένος και χλωμός, επί νεφών αγνώστων ; -Πάω να βρω τη μάνα μου, τη μάνα μου ζητάω, τη μοίρα, τη νιρβάνα μου και τ' άστρο που αγαπάω... ...................................... Κι έβρεχε η νύχτα γιασεμιά και ρόδα το Σαββάτο, μα, η γλυκιά η ανασεμιά της μάνας ήταν κάτω. . . . . .Στα βλέφαρά της χιόνιζε, μπουμπούνιζε στα χέρια, στο αίμα της ακόνιζε η Μοίρα δυο μαχαίρια.
0 comments