Στο λιοπύρι μέσα ΄γείραν οι εργάτες σαν τα στάχυα που προσκύνησαν βροχή, ξέχασε ο ήλιος να τους δείξει στράτες με νερό καθάριο και γλυκό ψωμί. Κύλησε στο χώμα άδειο το σταμνάκι, βάσανο της τέρψης η στερνή γουλιά, φόρτωσαν τη δίψα σ΄ ένα φιντανάκι και το νερολάγηνο γέμισε ξανά. Τελειωμό δεν έχει τούτο το δρωτάρι, σύνταχα το σώμα λίγνεψε κι αυτό, η ζωή τους χάλαρο κι η καρδιά ταγάρι άδειο απ΄ της χαράς το φαγητό. Στάλισαν το μόχθο σ΄ αραιόν πευκώνα, μέρωσε την πείνα μια φουχτιά ελιές, τον ατίμητο και αληγή αγώνα έβαψ΄ η ζωή με σκούρες πινελιές.
Πολύ καλή δουλειά!