Published 16 years ago in Rock

Έχετε μήνυμα στον υπολογιστή σας [Νυχτερινoί διάλογοι Ισιδώρας και Ορφέα]

  • 1K
  • 0
  • 0
  • 0
  • 0
  • 0

Lyrics

										[iσιδώρας &ο

Δημιουργός: isidora

Οι στίχοι του Ορφέα ανήκουν στον Ορφέα

“…συχνά τα βράδια σαν
ψίθυρος και σαν κραυγή
λαμπίριζε μπροστά μου
sub rosa η φράση:
«έχετε μήνυμα
στον υπολογιστής σας…»



1.
Ισιδώρα:
Το μικρό πουλί
παραδομένο στην ιερή του σαγήνη
έκοψε κατά λάθος το νήμα της Ατρόπου.
Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής
και οι άρπες του πρωινού
δεν ακούγονται στο ανέφικτο,
σε πεδία θανάτου τώρα πορεύομαι
βυθομετρώντας το είναι μου

Ορφέας:
Μικρό πουλί παραδομένο στη νύχτα σου
έχω πολλά να σου πω για τις Μοίρες
για όντα που παραδόθηκαν από λάθος
και στ΄ αναχώματα στοιβάχτηκαν των ανθρώπων

με ιδιολέκτους απαριθμήσεις οδύνης
πορεύομαι στο χωνευτήρι του πάθους
ένθα ου λύπη υπάρχει ουδέ στεναγμός,
αλλά ζωή επακόλουθη της σφαγής.

2.
Ισιδώρα:
Ιδού και εγώ στο χωνευτήρι του πάθους
στο κέντρο παλίνδρομων ωδίνων
βιώνοντας προκαταβολικά το θάνατό μου
στην καρδιά τη άρνησης,
με τη γεύση της άρνησης στα χείλη
όπως το βρέφος
που αποκομμένο από το γάλα
ηδονίζεται νοσταλγικά
ανακαλώντας μνήμες
απ΄ το ρυθμό του κόσμου.

Και εσύ με μετέωρο βήμα,
αθώος και ένοχος
εισβάλεις σαν ζέφυρος και σαν λίβας
στα απόκρυφα της ψυχής μου
εκεί που η μυστική επιταγή
εγείρεται όπως η κοσμική θύελλα.

και εγώ που σ΄ αναζήτησα
σε ατραπούς παράξενους
στα ρωμαλέα πετάγματα της σκέψης
σε αυλόγυρους βασιλέων
στα αινιγματικά ειλητάρια των αιώνων
έχω απομείνει ενεή αναπολώντας
το χαμένο χρόνο,

όμως ο χρόνος είναι ένα παιδί
που παίζει ζάρια
παιδὸς ἡ βασιληίη.

Ορφέας:
Αναζητώντας το χρόνο
Μέσα σε κιβωτό ταξιδεύω
Κλυδωνίζομαι σε ρυθμούς άγνωστης τρικυμίας
Αναπολώ τα πεπραγμένα του βίου μου
Συνοψίζω
Επανέρχομαι
Ανακαλώ

Καραδοκούν
Μια ματιά
μια ζωή
ένας θάνατος.

..2...==>
Ισιδώρα:
Επανέρχομαι στις μυστικές λόχμες του πόθου
που το κάθε άγγιγμά σου
ήταν το πρώτο και θα ήταν νόμιζα το τελευταίο
αναζητώ τα άρρητα ρήματα
τους φθόγγους του αρχέγονου πάθους
στα Ηλύσια πεδία του έρωτα
όπου δεν υπάρχει νικητής και νικημένος
συντάσσοντας ακατανόητους στίχους
ενώ εκκρεμεί ασπαίρουσα η ψυχή μου
στην άκρη του λόγου

γι’ αυτό αποσύρομαι στο άδυτο
φορώντας το ένδυμα της αρχαίας ιέρειας
που υψώνοντας τη μυστική κύστη
με φαλλούς και ροδοπέταλα
υμνούσε το Μείζονα Ενιαυτό της ζωής.

Ορφέας:
Μπορεί να φαντάζομαι διάφορα,
αλλά έχω συναίσθηση των φαντασμάτων,
ακολουθώ την πορεία
που οδηγεί στην ανατολή μιας μικρής ορχιδέας,
τελικά βρίσκομαι στο υπέδαφος
ανάμεσα σε μέθυσους και χαμάληδες,
με χλευάζουν και χειρονομούνε ανήθικα,
μια κηλίδα σπέρμα εμφανίζεται,
πλημμυρίζει ένα μέρος του όχλου,
καταρράχτες ακούγονται μακριά,
η πιο δυσοίωνη μαρμαρυγή με τυφλώνει.

Οι ώρες μπορούν ν’ αφανίσουν τη γη περπατώντας ασύμμετρα.
Από τις εφτά το πρωί μ’ ένα κόκαλο ζωγραφίζω,
με τη σκέψη τυφλόμυγα να σε ψάχνει.
Τι θα μπορούσε να νικήσει τα χρώματα,
δεν αλλάζουν οι ημερομηνίες που σμίξαμε,
η φράουλα που στάθηκε στην ανατολή σκεπτική.
Αντίξοες συνθήκες και βροχή οιωνίζεται,
αλλά κάπου κοιτάζεις,
θα χωθώ στην άκρη του βλέμματος
κι ίσως με νιώσεις απόψε να πειρατεύω στην πλάτη σου.

Ισιδώρα:
Σε αναζητώ, μα δεν μ΄ ακούς
Δεν ξέρω αν σε φτάνει η φωνή μου
Σε προσκαλώ τα βράδια της αγρύπνιας μου σαν προσευχή
Και σαν ευχή που ξεστράτισε…

Ορφέας:
Συχνά τα βράδια σε καλώ να ΄ρθεις,
όμως δεν έρχεσαι, δεν ανοίγεις το πέπλο σου να σε δω,
ακουμπάς στη δίνη που μας ρουφάει,
ας μένει ατέλειωτο το ταξίδι μας,
η μόνη ελπίδα να ζούμε για πάντα

Ισιδώρα:
Το ταξίδι, η Ιθάκη, τα ναυάγια,
μυθικά τέρατα και φωνές σειρήνων
σαν εφιάλτης με βασανίζουν.
Αναπλάθοντας το κορμί σου,
αναζητώντας τη στοργή, το σχήμα της στοργής,
την εκρηκτική οσμή της αναπνοής σου,
τα διάσπαρτα ψελλίσματα των φθόγγων
που συνθέτουν την κραυγή μου
συναντούν την ηχώ του βαθύτερου τρόμου
που φοβάμαι ότι θα ακούσω και απόψε.
Άφησε τον κάθε τιποτένιο
και μπεχλιβάνη να χειρονομεί,
εγώ είμαι πάντα εδώ,
βαστώντας ένα λωτό
ατενίζω τους λειμώνες της Περσεφόνης
και προσδοκώ το άγγιγμά σου για να γυρίσω.

Όμως, απόψε βρέθηκα μεσοστρατίς στο πέλαγος,
μια αίσθηση ηδύτητας παρέλυε το κορμί μου
και η υπερούσια εκείνη μορφή
που φανερώθηκε στο Σολωμό σαν Φεγγαροντυμένη
και στον Απουλήιο σαν Μεγάλη Θεά
κατέλαβε τους χώρους γύρω
και είδα ένα πρόσωπο θεϊκό να μου χαμογελά
και είδα όλα τα χαμόγελα
και όλα τα δάκρυα σε εκείνο το βλέμμα
και ύστερα η αστραφτερή ομορφιά της, η ανυπέρβλητη,
που αντιφέγγιζε στο πέλαγος,
χάθηκε στις Πύλες του ουρανού,
διαλύθηκε σαν Ιερή Νεφέλη
και απέμεινε στον ορίζοντα θεϊκό σημάδι
η ανατολή της μικρής ορχιδέας
που έπαιρνε βαθμιαία τη μορφή σου,
όμως φοβάμαι μη χαθεί και αυτή
σαν όνειρο και σαν ατμός…
κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι στη γλυκιά ηδονή των υδάτων…
και έτσι καθώς βυθίζομαι σαν ομόκεντροι κύκλοι που διαλύονται
στην απεραντοσύνη μια λέξη μόνο αντηχει γύρω: σ΄ αγαπάω

Ορφέας:
Ι
Στην ασυναίρετη αγάπη σου το αιρ ή ερ του έρωτα ζητώ να καταλάβω
σε αγαπάω ασυναίρετα
με τρόπο ασυνάρτητο
κι αυτό είν’ αρκετό να νιώθω ήλιο στο κορμί και πάθος από ανάμνηση.
ΙΙ
Τον ασυναίρετο έρωτα ζητώ
και μάσκες απ’ του Ορφέα το πρόσωπο
και κάποιας Ισιδώρας άγνωστης
Κορμί
Κραυγές
Φτερά
ΙΙΙ
Στην πόλη δεν μπορείς να ονειρεύεσαι ασυναίρετα
Εκεί τα ρόδα οι άνεμοι σκορπίζουν
ΙV
Προορισμό εσένα έχουν τα λόγια του έρωτα
Και το φθινόπωρο που έρχεται λάμπει σαν γυναίκα
Στο εργόχειρο του Νότου ξαπλωμένη
V
Γιατί από ερ ο έρωτας η ερημιά και τα ερείπια;
Γιατί ο καιρός είναι άκαιρος
Και δίσεχτος ο χρόνος που έρχεται;
VΙ
Είδα το χέρι μου να φεύγει
Καπνός πυκνός πέρα για πέρα ερχόταν κι έπαιρνε
Λίγο απ’ το χρόνο λίγο απ’ τα κομμάτια που έσπειρες
Στο πέρασμά σου με ασυναίρετο ρυθμό

Ισιδώρα:
Το καλοκαίρι πέρασε
Και έφτασε ο χειμώνας, τα ερωτήματα εκκρεμούν στην άκρη της γλώσσας
Και το αίνιγμα της Σφιγγός που σε λίγο θα με κατασπαράξει…

Ορφέας:
το καλοκαίρι ετούτο είναι παντού.
Ξυπνώ, σε βλέπω να τριγυρνάς,
περιμένω τη νύχτα
να φέρει ο Χατζιδάκις
την κίνηση των αστέρων στ’ αφτιά μου,
κυνηγώ τις στιγμές που μας κρατούν στο ίδιο σεντόνι αιχμάλωτους.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μέσα μου σπαρταρά η ελπίδα.
Ένα καινούριο λιμάνι χτίζω για σένα
Που γνώριζα πολύ πριν σου μιλήσω

Ισιδώρα:
Νιώθω ότι ταξιδεύουμε συνέχεια
Κανένα λιμάνι δεν βρέθηκε ακόμα
Και ούτε νομίζω θα βρεθεί ακόμα και αν υπάρχει
Ένα ταξίδι πιο πολύ στα σύνορα του φόβου
Με χωρίς ανθισμένα τοπία
Και έχω ανάγκη τόσο πολύ να σου κρατώ το χέρι…

Ορφέας:
Ταξιδεύουμε στην ομίχλη.
Είναι νύχτα.
Ο φόβος οδηγεί τις ψυχές μας.
Από κάπου ακούγεται μουσική.
Κάτι συμβαίνει στο σώμα μου
και κινείται
ακολουθώντας νέο ρυθμό.
Στο μπαγκάζ έχουν μείνει κλειστά
αντιλήψεις και μικρά παραθέματα.
Είπες «Μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς
όντας παρένθεση στη ζωή».
μας απαντά η Ηχώ
με ομόκεντρες απαρχές
ευτυχίας και δυστυχίας

Ισιδώρα:
Θέλω ένα ταξίδι στο φως
βαρέθηκα τα φτωχά σοκάκια
τους σκοτεινούς υγρούς δρόμους
και τις υπόγειες διαδρομές.
θέλω μια μουσική που να ακουστεί δυνατά
κυρίως μέσα στην ψυχή μου
είναι πικρές οι νότες της σιωπής
πέφτουν τις ώρες της αγρύπνιας
σαν στάλες νυχτερινής βροχής
διαποτισμένες από σκοτάδι,
τα μεσοδιαστήματα νεκρά
γεμάτα πόνο και αμφιβολία.
Και όμως ξέρω πώς νιώθεις
και τι προσπαθείς να δεις τις άδειες ώρες
με το βλέμμα καρφωμένο στον τοίχο.
Η μοιραία συνάντησή μας θα είναι εκεί,
στην άκρη του τίποτα, σ’ εκείνο
το τοπίο που η εφιαλτική βλάστηση
των υπόγειων νοημάτων μάς τρομάζει.
Κάνε κάτι να αλλάξει το σκηνικό…

Ορφέας:
Η αίσθηση, "η αίσθησις", σαν ξυράφι.
Έλα τώρα, κλείσε τα μάτια.
Η Ζωή θέλει να κλείνεις τα μάτια
και να μπαίνεις στο τρένο της.
Είμαστε στο ίδιο βαγόνι.
Γυμνοί σαν ήχος νερού.
Ωραίο το Μπούρτζι.
Υγρασία.
Δηλαδή θάλασσα, ανάσα, αγέρας.
Πώς να είναι στο Μπούρτζι;
Η κρυπτογράφηση του ονείρου μας είναι το Μπούρτζι.
Ο χρόνος δεν είναι για χόρταση.
Ο τόπος δεν είναι να τον κατέχεις.
Ο δρόμος είναι μαζί τόπος και χρόνος
Το τρένο μας, το βαγόνι μας είναι στο δρόμο.
Εμείς στο δρόμο,
Εμείς ο δρόμος.
Πώς να είναι στο Μπούρτζι;

Ισιδώρα:
Πως είναι το Ναύπλιο χωρίς εσένα,
Αγάπη μου;
Και πως εγώ χωρίς εμένα;
Πώς είναι στο Μπούρτζι;
Έγκλειστη μέσα στα δεσμά μου
Που έχτισα για μένα αναζητώντας με μέσα σου
Σε χάνω και σε βρίσκω
Στα δειλινά που πορφυρώνουν τη φυλακή μου
Σε χάνω και σε βρίσκω στους κυματισμούς της φωνή σου
Που φτάνει θρυμματισμένη
στα σύνορα τη ύπαρξης,
Έξω από τα όρια της κατοχής
αιχμάλωτη του πόθου μου,
Αρπαγμένη στο αδράχτι της απουσίας…

Ορφέας:
Θέλω να ζήσω κάτι απλό
Να είναι όσα κρύβονται στο βλέμμα σου
Τρυφερά, ανεκτικά, τολμηρά:

(Σαν επέλαση
Κάτω απ’ το
Σεντόνι)

Από τα μάτια σου ξεπηδάει το ταξίδι μας
Στη βροχή και στη θάλασσα
Σ’ ένα τοπίο ονειρικό, ανθισμένο

Με ποιες λέξεις θα σταματήσω το αίμα
Θα εισπνεύσω το σώμα σου
Θα κρατήσω την εικόνα των ρούχων στο πάτωμα

Μ’ ένα στιλέτο θ’ ανοίξω τα στήθη μου
Να γεμίσει κεχριμπάρια η κοιλιά σου,
Τα μαλλιά, η νοσταλγία μιας νύχτας μαζί σου

Θα έρχονται οι Κυριακές
Το σώμα σου θα ζητώ, την ανάσα σου
Σ’ ένα τελάρο η ανάμνηση απ’ τις ιαχές σου θα μένει

Θαμμένη η κιθάρα, η αίσθηση, η μουσική
Τα δάχτυλά σου ζωντανεύουν το σώμα μου
Σωπαίνω, ν’ ακούω τους τριγμούς.

Ισιδώρα:
Κύλησε η ζωή μου
Κυνηγώντας την ελπίδα
Που απόμεινε μες το αγγείο της Πανδώρας.
Μια χίμαιρα και ένα όνειρο.
Θρυμματισμένοι κίονες και ερειπιώνες
Τα τοπία που γνώρισα
Όμως εκεί στο έσχατο σύνορο
Στη μαγική λίμνη ο χρόνος άνθιζε σαν νούφαρο.
Πάνω στη φιλντισένια υφή του
Διάβασα του φθόγγους της μυστικής ένταξης
Συλλάβισα τι νότες της αυγής
Τις ανατροπές και τις δυνατές εξάρσεις
Ψηλάφισα τη μορφή σου
Ανάγλυφη στη εσωτερική πλευρά του όστρακου
Στην εσωτερική πλευρά του ονείρου
Και μάντεψα την πονηριά της μοίρας
Που βρίσκεται πίσω από το χάδι
Πίσω από το βαθύ ερωτικό βλέμμα
Όταν ο χρόνος μας χτυπά πισώπλατα σαν σε ενέδρα
Και οι επιλογές στενεύουν τόσο.

Συχνά κατέφευγα σε παρηγοριές
Και χίμαιρες
Σαν αυτές που γεννιούνται
Όταν το βλέμμα των αθανάτων δυσεξιχνίαστο
Σε καθηλώνει, σε αποσβολώνει στο μαγικό βυθό
Εκεί που όταν κοιτάξεις γύρω δεν βλέπεις τίποτα
Παρά λίγα ρινίσματα θρυμματισμένης ευτυχίας
Που προέκυψαν από πολύ τριβή και ανούσιες χειρονομίες
Σκοτεινές συμβάσεις των περεληλυθότων και των μελλούμενων
Πλευρές μιας ευτυχίας που δεν γνώρισε τον εαυτό της
Δοκοί ενός ναού που βυθίστηκε
Στις υπώρειες της θλίψης.

Αναζητώντας το κρησφύγετο
Το μυστικό καταφύγιο των πόθων
Αναζητώ τη στιγμή που προεκτείνεται και διαρκεί
Και μέσα απ΄ αυτήν βιώνω πιο έντονα
Την απουσία.
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο ανακαλύπτω το κενό
Προσπάθησε να προεκτείνεις την παρουσία σου
Στα γύρα μου και εντός μου
Έτσι που το κάθε κύτταρο τη ζωή μου να γεμίσει από σένα
Και όλα τα πριν και τα μετά να γίνουν ένα.
Χάρισέ μου ένα ταξίδι στο φως

Ορφέας
Θέλω να ταξιδέψω
πάνω σε μια μουσική,
να ’ρθω να σ’ ανταμώσω, αγάπη μου,
τα βήματά μου νότες και ημιτόνια σ’ εσένα να καλπάσουν.
Θέλω να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, αγάπη μου,
να έχω τα μαλλιά σου σκέπασμα και την καρδιά σου άγγελο
τυμπανιστή.
Θέλω να ταξιδέψω σε μια λέξη πάνω, αγάπη μου,
μόνο δική μας, μυστική,
που αφήνουμε ν’ ακούγεται
την ώρα του μεγάλου πάθους,
που ’ναι σα βάρκα, άρωμα,
σφραγίδα της ανάμνησης.

Απ’ τα μαλλιά σου
ξεκινάει η θάλασσα,
κύμα της ο αναστεναγμός σου.
Νιώθω να μην είμαι πουθενά
και είμαι πάντα μαζί σου.
Ξεπηδάς από μια σπηλιά
σαν κρυσταλλένια αχτίνα
έρχεσαι πάνω μου,
στριφογυρίζεις πεταλούδα.

Με κάτι τέτοια θλίβομαι,
αγάπη μου,
και νιώθω σαν μηδέν
στου μηδενός
το σκότος


Ισιδώρα:
Το τοπίο άλλαξε,
αναδύεται μια οσμή
από άρμη και μελισσοβότανο.
Οι μυθικοί εραστές
γινήκανε ξανά και ξανά
θρήνος και ιαχή
ανέβηκαν στο τείχος της Τροίας
αλλάξανε τους χρησμούς της Κασσάνδρας

τα πλοία σήκωσαν τις άγκυρες
σαλπάρουν για άγνωστα λιμάνια
ένας άνεμος ζήδωρος τα οδηγεί
ανθισμένα στεφάνια ρίχνονται στο πέλαγος

και ο Μέγας Διόνυσος
αδιαφορώντας για τα πάθη των θεών και των ανθρώπων
πάνω σε δέρμα παρδάλεως
ευφορεύει το έσχατο σύνορο
έχοντας την όψη
της πολύτροπης θάλασσας.									

:
/ :

Queue

Clear