Published 16 χρόνια πριν in Rock

ΤΗ ΛΕΓΑΝ ΧΡΥΣΑ

  • 665
  • 0
  • 0
  • 0
  • 0
  • 0

Στίχοι

										Τη λέγαν Χρύσα και δεν τη  γνώριζα
Μόνη τη Γνώση Θεά μου λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα

Στερνό προσκύνημα στο Εργαστήριο
Ανατομίας μαζί με άλλους το μεσημέρι
Μιλά ο δάσκαλος  σαν φροντιστήριο
Κι όλοι προσμένουμε το καλοκαίρι

Το πρώτο Έτος φτάνει στο τέλος του
Κι εγώ στα πρώτα θρανία κάθομαι
Στέλνει ο Πόνος το πρώτο βέλος του
Και τη φωνή της πίσω μου αισθάνομαι

Κάθεται αγέρωχη δίπλα σε άγνωστους
Ρωτά στο μάθημα κάτι που  ξέρει
Φέρνει στη μνήμη μου χρόνους απάνθρωπους
Γυρίζω πίσω μου μα δε με βλέπει

Ίσως γελάστηκα, κανείς δεν ήτανε
Μα τη φωνή της ακούω πάλι
Γυρνώ στα μάτια της, με συνεπήρανε
Κι αρχίζει μέσα μου αιώνια πάλη

Ποιος τάχα ήμουνα, κι εκείνη άρα
Χτυπά κουδούνι, η ώρα πέρασε
Ξεχνώ την πρώτη κείνη τρομάρα

Την περιμένω, μπροστά μου πέρασε
Και την αντάμειψα με βουβαμάρα

Tα χρόνια πέρασαν νομίζω άχρηστα
Μόνη τη Γνώση Θεά μου λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα

Τη Χρύσα απάντησα στο Εργαστήριο
Αρχή μιας άνοιξης στο τρίτο έτος
Μα η καρδιά μου κλειστή σα φρούριο
Δεν της ανοίχτηκε ούτε και φέτος

Και το αστείο είναι που νόμισα
Πως ήρθε δίπλα μου να μου μιλήσει
Κι εγώ αδιάφορα κάποια άλλη ρώτησα
Λίγο πως μ' ένοιαζε να μην νομίσει

Είδα τα μάτια της νομίζω π' άστραψαν
Όταν μονάχο και πάλι με άφησε
Δικοί της φίλοι μακριά τη φώναξαν
Λίγο μπροστά μου πήγε και κάθισε

Κλειστός σε δίλημμα που με τρομάζει
Νεκρός σαν όνειρο που ξενυχτά
Το πνεύμα έπεισα πως δε με νοιάζει
κείνη η άγνωστη πού ‘χα μπροστά.

Μόνη η σιωπή της παρέα μου έκανε
Κι ούτε ένα δάκρυ στο χώμα έπεσε
Μια καλημέρα νομίζω έφτανε
Που στα αυτιά της ποτέ δεν έφτασε.

Εγώ το πείραμα μονάχα ήθελα
Από υποχρέωση να τελειώσω
Κι ένα τρυβλίο χωρίς μικρόβια
Με λίγο οινόπνευμα να πυρρακτώσω

Φωτιά σαν έβαλα όπως καθόμουνα
Εκείνη ήτανε τόσο κοντά μου
Που θα μπορούσα και να καιγόμουνα
Για να την πάρω στην αγκαλιά μου

Κι ενώ όλα τούτα μόνος σκεφτόμουνα
Έκανα  μόνος μου το πρώτο λάθος
Με το οινόπνευμα περιχυνόμουνα
Κι έπαιρνα αλλοίμονο όλος φωτιά

Μέσα απ’ τις φλόγες είδα τα μάτια της
Που τρεμοπαίξαν για δυο στιγμές
Κι ύστερα μόνος μου απλά τινάχτηκα
Και απαλλάχτηκα απ’ τις φωτιές

Αυτό που εντύπωση σε όλους έκανε
Ήταν το θάρρος μου κι όχι οι φωνές
Η ψυχραιμία αυτή που έφτανε
για να με σώσει απ’ τις φωτιές

Μέσα απ’ τις φλόγες είδα τα μάτια της 
Να πλημμυρίζουν από ενθυμήσεις
Τότε που σκλάβος μες στα παλάτια της
Ζούσα αλλοίμονο πριν με γνωρίσεις

Κι αν τώρα φίλε μου αυτά σου λέω
Το λόγο ίσως και να τον βρεις
Πολύ αργότερα, την ιστορία μου
Όταν διαβάσεις, όταν σκεφτείς.

Tα χρόνια πέρναγαν νομίζω άχρηστα
Μόνη τη Γνώση Θεά μου λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα

Κάποιο απόγευμα μέσα σε όνειρο
Φωνή ακούω να ψιθυρίζει
Το άκουσμά της μ’ έκανε όμηρο
Το κάλεσμά της με βασανίζει

Μέσα στο ξύπνημα το αναπάντεχο
Μόνο το νούμερο στ’ αυτιά μου φτάνει
Μπρος στο τηλέφωνο το χέρι ατάραχο
Τα έξι ψηφία του  επαναλαμβάνει

Σε δυο στιγμές έρχεται απάντηση
Από τα χείλη θαρρώ μιας άγνωστης
Που το «εμπρός» της είναι μια άρνηση
Μιας φαντασίωσης νομίζω άρρωστης

Αυτό το νούμερο κάπου δεν έγραψα
Σε λίγη ώρα πια δεν το ήξερα
Κι ούτε ποτέ μου γι αυτό δεν έκλαψα
Γιατί το γνώριζα ήταν μια Χίμαιρα

Μα Κείνη ζούσε κι εγώ τη γνώριζα
Τη λέγαν Χρύσα κι εγώ τη  λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα

Το τέταρτο έτος ωραία άρχισε
Στο εργαστήριο ακτινολογίας
Στο πρώτο μάθημα Εκείνη άργησε
Κι εγώ νωρίτερα δυο ώρες μπήκα

Κι οι δυο δραπέτες σε ένα όνειρο
Χωρίς να ξέρουμε τι τάχα φταίει
Αντικρυστήκαμε ξανά αναπάντεχα
Μα καλημέρα κανείς δε λέει

Όμως αδύνατον να μη διέκρινα
Μέσα στα μάτια της αυτή τη λάμψη
Μια αγωνία και μια θέληση
Που θα μπορούσε να μ’ είχε κάψει

Αυτή η φλόγα που δεν περίμενα
Αυτή η ανάσα που δεν ξεχνώ
Την περιγράφουν χιλιάδες κείμενα
Μα δεν την ένοιωσα παρά εδώ

Με βήμα γρήγορο πήγα και κάθισα
Πίσω από Κείνην δύο- τρεις σειρές
Και στη σκιά Της το νου  μου άφησα
Όπως δεν έκανα ως πριν ποτές

Για παρουσίες μια κόλλα πέρασε 
Και τη συμπλήρωσα μηχανικά
Σε λίγο η κόλλα εκείνη έφτασε
Στα χέρια Εκείνης που τυπικά

Το όνομά της όταν συμπλήρωσε
Μπροστά στα μάτια μου και μυστικά

Το όνομά μου για λίγο έψαξε
Και σαν να το ‘ξερα στα βιαστικά
Γύρισε πίσω της και χαμογέλασε
Και μέσα μου άναψε μία φωτιά

Κι οι δυο το χρόνο μαζί μετρήσαμε
Και σε εφτά μέρες κι οι δυο από λάθος
Στην ίδια αίθουσα ξαναγυρίσαμε
Κι ακουμπιστήκαμε με τόσο πάθος

Εκείνη δίπλα μου ήρθε και κάθισε
Μου χαμογέλασε ειλικρινά
Μες στην καρδιά μου μια ελπίδα άνθισε
Κι εγώ πλημμύρισα από χαρά

Μία κουβέντα μπορεί να έφτανε
Μα γι απουσίες μόνο μιλήσαμε
Τη σκέψη ο ένας του άλλου έπιανε
Λες και για χρόνια μαζί να ζήσαμε

Φίλοι δεν ήμασταν, ούτε και άγνωστοι
Δε γνωριζόμασταν από παλιά
Κι όμως φαινόμασταν κι οι δυο μας άρρωστοι
Λες και πεινούσαμε για δυο φιλιά

Μπορεί τους φίλους της κρυφά να ρώτησε
Για μένα να’ μαθε ίσως πολλά
Το πρόσωπό της αγάπη φώτισε
Μα κι επιφύλαξη από παλιά

Το κάλεσμά της σαν να με έδιωχνε
Σαν να πονούσε πολύ βαθιά
Κι όταν γελούσε αυτό που έδειχνε
Ήταν πως πόναγε ειλικρινά

Μα Κείνη ζούσε κι εγώ τη γνώριζα
Όσο τη Γνώση θεά μου  λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα

Πάλι στο τέλος μπροστά μου πέρασε
Σαν να μου μίλησε με τη σιωπή
Μπορεί ακόμα και να μου γέλασε
Μα εγώ από αγάπη είχα καεί

Κι οι δυο το χρόνο μαζί μετρούσαμε
Κάθε βδομάδα κι οι δυο από λάθος
Στην ίδια αίθουσα ξαναγυρνούσαμε
Κι αναζητούσαμε το ίδιο πάθος

Μπρος στις διαφάνειες κάποιος ανέλυε
Με λίγα λόγια κάποια κατάγματα
Μα το μυαλό μου ευθύς παρέλυε
Κάθε που κοίταζα Αυτήν κατάματα

Ήταν χαρούμενη, μέσα στους φίλους της
Και όμως ήξερε πως ήταν Άλλη
Μιλούσε ανέμελα για κάποιους σκύλους της
Κι ύστερα κοίταζε εμένα πάλι

Λες και βοήθεια σαν να μου ζήταγε
Μα εγώ δεν ήξερα ούτε ποια ήταν
Κι όσο πιο επίμονα αυτή με κοίταγε
Τόσο παρέλυα από καημό

Όσα συνέβησαν από κει κι ύστερα
Τώρα που πέρασαν χρόνια πολλά
Νομίζω γίνανε σαν να τα ήξερα
Σαν να τα έζησα κι άλλη φορά

Σαν μια δύναμη να μην με άφηνε
Να της μιλήσω ειλικρινά
Σαν να το ήξερα πως θα με πλήγωνε
Κι ύστερα θα’ φταιγα εγώ ξανά

Μα Κείνη ζούσε κι εγώ τη γνώριζα
Τη λέγαν Χρύσα κι εγώ τη  λάτρευα
Στην ξένη πόλη ζούσα και νόμιζα
Πως τη Ζωή μου μ’ Αυτή θα πάντρευα									

:
/ :

Queue

Clear