Γοργά, ριγώντας περπατούσα με μιά γλαδιόλα στην παλάμη -χασκογελώντας που κρατούσα- καθώς περνούσα το ποτάμι... Χαρά Θεού και των πουλιών το γλυκό μιλητό που ηχούσε ανάστασην αποθανώντων εν μέσω ανοίξεως μυνούσε... Εζύγωνα κι αδημονούσα το πατρικό σου ν΄άντικρύσω και τους περαστικούς ρωτούσα -δεν θα΄ταν πρέπων να σε στήσω...- Μα να, σαν όνειρο ονείρων -αλλοπαρμένος εραστής- στο άνοιγμα των παραθύρων σε είδα να φωτοβολείς... Κοντοσταθήκαν τα ρολόγια -bodhrάn παλλώμενο η καρδιά μου- και μου σωθήκανε τα λόγια΄ Τα ποιήματα τα παιδικά μου... Κι ήθελα τόσα να ρωτήσω -το ξέρω, θ΄απαντούσες σ΄όλα- δεν βρήκα θάρρος να χτυπήσω κι άφησα χάμω την γλαδιόλα...
ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ......ΤΗΝ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΟΥ.....