Published 17 χρόνια πριν in Rock

Τα Ελληνικά στην Αμερική-Oι γέροι στα Τζουμέρκα

  • 630
  • 0
  • 0
  • 0
  • 1
  • 0

Στίχοι

										Οι πρώτοι - πρώτοι Έλληνες, στ'' Αμέρικα σαν φτάναν'',
την πρώτη νύχτα, ψάχνανε κάπου να καταλύσουν...
Κι ύστερα, σαν ξημέρωνε, στον άνεμο σκορπάγαν'' ,
λέξεις σωρό ν'' ανθίσουνε και να καρποφορήσουν ...

Ήταν βεβαίως, δύσκολο, καθώς συνηθισμένες,
σε κλίμα μεσογειακό, απ'' τ'' Όμηρου τα χρόνια,
οι έρμες λέξεις πέφτανε στη γη ξεπαγιασμένες,
ο Καναδάς σαν έφερνε, κρύες βροχές και χιόνια.

Κι όσες ευδοκιμούσανε, είχαν ν'' αντιπαλέψουν
εκείνες τις αστραφτερές τις λέξεις των Λατίνων,
που μολονότι ευγενικές, δεν θέλαν να χωνέψουν,
πως είναι τόσο γόησσες, οι λέξεις των Ελλήνων !

Έβλεπες, κάποτε, λοιπόν, στη μέση μιας πλατείας,
πέντε "hello" κι έξι "hi", να στήνουνε καρτέρι,
σε δυο "χαίρε" περαστικά κι άνευ λόγου κι αιτίας,
να τούς ορμούν ξεδιάντροπα και μέρα μεσημέρι !

Πάλι, συνέβαινε, άλλοτε, να κάνουν συμμαχία,
δυο "porfavor" κι έξι "oui", μαζί μ'' εφτά "spαsiba"
και να μπουκάρουν άξαφνα, σε μια καφετερία,
που σύχναζαν τα "χαίρετε!" και να τα κάνουν λίμπα!
..................................
Έτσι, σε τέτοιο καθεστώς, οι λέξεις των προγόνων,
εξόριστες στ'' αλύγιστο σαξονικό γινάτι,
θλιμμένες νοσταλγούσανε, τις δόξες άλλων χρόνων,
οπού ''φτανε η χάρη τους, ως πέρα στον Ευφράτη...
...................................
Μα, σαν εδιάβαινε ο βοριάς, μ'' ανάπαιστους - θριάμβους
κι ο δεκαπεντασύλλαβος στ'' Ατλαντικού το κύμα,
μαζί με της ψιλής βροχής τους δροσερούς ιάμβους
κι όλα μαζί, εσμίγανε σ'' αστραποβόλα ρίμα,

ανάποδα ο Μισισιπής γυρνούσε τα νερά του
κι απ'' το Μιζούρι αλλιώτικα φυσούσαν οι τυφώνες,
γιατί εμίλαγε ο Θεός τη γλώσσα τη δικιά του,
αυτήν που πρωτομίλησε προτού εξήντα αιώνες !
...................................
Σύμφωνα διαχέονταν ελληνικά στο Σύμπαν,
απ'' το Κεντάκυ ως τ'' Όρεγκον κι ως το Μοντεβιδέο!
Τα μάζευε ο Κέρουακ, ο Μπόρχες κι ο Ουίτμαν
κι ο Κάλβος τούς βοήθαγε, μαζί με τον Τυρταίο . . .
...................................
Κι ολόρθος μίλαγε ο Θεός, τη γλώσσα τη δικιά του !
Κι ο Γαλαξίας μέθαγε με τα Ελληνικά Του ! 
 
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 

 Οι γέροι στα Τζουμέρκα
 
Οι γέροι, σαν ξαπλώνουν πάνω στα Τζουμέρκα,
κάνουνε προσκλητήριο κάτω απ'' την κουβέρτα.
Λέν'' ένα αργόσυρτο, θλιμμένο Πωγωνίσιο
κι έρχονται όλοι οι πεθαμένοι φίλοι πίσω...

Πίνουν ρακί και τραγουδούν, ώσπου να φέξει
κι ένα καυτό τους δάκρυ αφήνουνε να τρέξει,
τον άγιο πόνο τους να πάρει να τον πάει,
κάτω στον Άραχθο που σαν θεριό βογκάει!

Στρίβουν κι από ''να σέρτικο, βαρύ τσιγάρο,
να μαστουρώσουνε τον άκαρδο το χάρο,
κάμποσες ώρες το λογαριασμό να χάσει,
πέντ''-έξι αρρώστους φίλους μπας και τους ξεχάσει...

Ρίχνουν στο πάτωμα και μια χοντρή ροχάλα,
να γίνει θάλασσα, να πνίξει τα μεγάλα,
τα δίποδα κουνάβια τα προσκυνημένα,
τ'' ανυποψίαστα, τα καλοζωισμένα!
.................................
Κι ύστερα, τα κεχριμπαρένια κομπολόγια,
παίζοντας, λέν'' όλοι μαζί, τούτα τα λόγια:
-Χάρε, που ζύγωσες κοντά, δεν σε φοβάμαι,
φτάνει στο λάκκο τον βαθύ, εκεί που θα ''μαι,

να ''ρχεται ο σκώληκας, πρωί σαν ξημερώνει
κι απ'' το ριζάφτι μες στ'' αυτί μου να τρυπώνει,
τα σβωλιασμένα χώματα ν'' αναμεράει,
για να γρικάω το βοριά που θα φυσάει

και θα μου φέρνει του Τσιαμπά την ταραμπούκα
και το κλαρίνο το γλυκό του Πετρο-Λούκα!
Κι εκεί στη μαύρη ξενιτιά που θα μισεύω,
να σ''κώνομαι σαν το θεριό και να χορεύω
" Άει γειά σ'' αγάπη μ'', γειά σ'' γλυκιά περδικομάτα μ'' ,
γεια σας κι εσείς χωματιασμένα, μαύρα νιάτα μ'' " !
.................................
Οι γέροι, σαν ξαπλώνουν πάνω στα Τζουμέρκα,
τα όνειρά τους καίν'' τ'' αγίνωτα, τα στέρφα...
Αστράφτει κάτω απ'' τη βελέντζα το τσακμάκι
και λαμπαδιάζουνε της μνήμης το κεράκι . . .									

:
/ :

Queue

Clear