Ονομάζομαι Γιάννης Νανόπουλος,και χαίρομαι πολύ, που μοιράζομαι μαζί σας,ότι θα διαβάσετε στην συνέχεια.
Η μουσική μου διαδρομή αρχίζει εδω και πολλά χρόνια πριν και σε κάποιον πρόσφατο σταθμό της το 2009 ,κάνει μιά σημαντική στάση με το τραγούδι μου ΠΕΤΑΓΜΑ,κατέλαβε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό τραγουδιού Music Heaven, ανάμεσα σε ακόμη περίπου 250 τραγούδια
Η αρχή της ζωής μου και τα πρώτα χρόνια στα θρανία…
Το πρώτο μου κλάμα στην ζωή, ήρθε την στιγμή που βγήκα από τα σπλάχνα της Μάνας μου,της Κυρίας Ισαβέλλας Μαυροειδή.Δευτερόλεπτα όμως πριν κλάψω εγώ, και από τα ίδια σπλάχνα είχε βγάλει την πρώτη της κραυγή η δίδυμη αδελφή μου Ελένη.Ηταν ξημερώματα κάποιας Πέμπτης μας είπαν,λίγο μετά την αρχή της Άνοιξης.
Μεγαλώσαμε μαζί και οι δύο μας, παρέα με την Μάνα Κυρία Ισαβέλλα,τον Άρχοντα Μπαμπά Δημήτρη,την Ψυχή γιαγιά Ελένη και τον Πολυτεχνίτη Παππού Γιάννη, σε ένα δωματιάκι 25 περίπου τετραγωνικών, ενός χωριού ανάμεσα στο Αργος και το Ναύπλιο.Το όνομα του, σου προκαλεί γέλια,καθώς Πυργέλλα το λένε…ακόμα!!!
Χωρίς θέρμανση,χωρίς μπάνιο,χωρίς τηλέφωνο,χωρίς αυτοκίνητο τα πρώτα χρόνια και φυσικά δίχως τηλεόραση,μόνο ραδιόφωνο με λάμπες.
Πολλά τα στόματα για τροφή και οι πορτοκαλιές δεν έφταναν να μας θρέψουν όλους.Προστέθηκαν ζώα….πολλά ζώα,γιά να βοηθήσουν με την παραγωγή και το κρέας τους,κάποια άλλα ζώα να μεγαλώσουν, δηλαδή εμάς.Τα φρόντιζα και εγώ μικρούλης τότε θυμάμαι όσο και όπως μπορούσα, και κάθε φορά που έπρεπε κάποιο να υπηρετήσει τις γαστρονομικές δικές μας η άλλων ανάγκες με έπιαναν τα κλάματα.
Ανάμεσα σε αυτά τα ζώα εγώ και η αδελφή μου Ελένη μεγαλώσαμε και έπρεπε να πάμε σχολείο.Στέγη όμως για σχολείο στο χωριό δεν υπήρχε και έτσι επιλέχθηκε από τους χωριανούς σαν στέγη του, ένα παλιό μικρό ερημωμένο εκκλησάκι στο κέντρο του χωριού που ακόμα υπάρχει.Ο Αγιος Νικόλαος.Εβαλαν μέσα σε αυτό μερικά θρανία ,έναν μαυροπίνακα,ήρθε και ένας δάσκαλος και έγινε….σχολείο,σχολείο,κι έγινε….σχολείο!!!
Στην μέση του δημοτικού,ένας δεύτερος Πατέρας μου με το όνομα του Πατέρα μου Δημήτρης και αυτός,μας λυπήθηκε και παραχώρησε ένα δωμάτιο από το εξοχικό πλέον σπίτι του στο ίδιο χωριό,για να μεταφερθεί εκεί το Δημοτικό σχολείο!!!
Άλλαξε λοιπόν στέγη στο Δημοτικό σχολείο,όμως δεν άλλαξαν οι δυσκολίες της διαδρομής μας προς αυτό, από το σπίτι.Με κρύα,βροχές και χιόνια δώς του ποδαρόδρομο εγώ και η Ελένη μέσα από άσχημους χωματόδρομους, με μόνα πλην όμως αρκετά για εμάς όπλα, το κατά δύναμη χαρτζιλίκι για το κουλούρι από τον μπαμπά,την ευχή της γιαγιάς για καλό μάθημα,τις πρωινές χειρόγραφες ζωγραφιές του παππού δώρο στην σάκκα,και τέλος τα ζεστά ρούχα από την μαμά, που ξεκινούσαν από την κορφή με χειροποίητα πλεκτά καπελάκια,περνούσαν από τα χέρια με ζεστά πλεκτά γαντάκια, και τελείωναν στα νύχια με ένα ζευγάρι πλαστικές γαλότσες για την βροχή,κόκκινες στο διδυμιό και μπλε σε εμένα.
Όσο παράξενο και εάν ακούγεται μετά από όλα αυτά,νοιώθαμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει τίποτε και κανείς, η μάλλον μπορούσε και αυτός ήταν μόνο ένας….ο Θάνατος.
Είμαστε ακόμη ζωντανοί…..
Πρώτα χτύπησε στο κορμί του πολυτεχνίτη παππού Γιάννη, όταν εμείς τα αδέλφια ήμασταν 14 χρονών.Στην συνέχεια και για δεύτερη φορά, θέλησε να επισκεφτεί το σπιτικό μας ξανά μετά από 20 χρόνια.Φαίνεται ότι τότε ένοιωσε πως άργισε σε αυτή την δεύτερη επίσκεψή του και έτσι αποφάσισε να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος την επόμενη φορά!!!Ξαναγύρισε λοιπόν μετά από 4 χρόνια ,σημαδεύοντας την Κυρία Ισαβέλλα και αμέσως μετά από άλλα 4 χρόνια τον Άρχοντα Δημήτρη.
Έτσι πλέον μείναμε οι δύο μας,εγω και η Ελένη,και είμαστε εδώ μέχρι και σήμερα,πέντε χρόνια μετά απο την τελευταία επίσκεψη του δρεπανοφόρου.
Ένας χωριάτης στην πρωτεύουσα,που ο αέρας της τον έπνιξε……
Μετά την θητεία μου στον στρατό,ανέβηκα στην Αθήνα για σπουδές στον κλάδο Marketing,όμως τα παράτησα σύντομα γιατί εκτός των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας,κατάλαβα ότι δεν με αφορούσε αυτή η δουλειά.Αφού ασχολήθηκα με διάφορες κατά τύχη και περίσταση δουλειές,μπόρεσα το 1990 να προσληφθώ σε μιά Δημοτική Ραδιοφωνία της Αττικής ως μουσικός επιμελητής,την εποχή που πρόεδρός της ήταν ο Λάκης Χαλκιάς.Συνέχισα ως μουσικός παραγωγός και συνεχίζω να εργάζομαι εκεί έως και σήμερα.
Το 2006 αποφάσισα να εγκαταλείψω οριστικά πλέον την Αθήνα, αφού για εμένα ήταν αφόρητος ο αέρας της και ο τρόπος ζωής εκεί.Δεν είχα πλέον να πάρω τίποτε από αυτην.Επέστρεψα στα πάτρια εδάφη και ανακατασκεύασα πλήρως το πατρικό μου σπίτι,πληρώνοντας παράλληλα το τίμημα να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα αρκετές φορές την εβδομάδα.Δεν το έχω μετανοιώσει ούτε λεπτό.
Τα τρία ομορφότερα όνειρα μου...
Από εκείνα τα χρόνια κράτησα πολλά μέχρι σήμερα,όμως τρία πράγματα είναι εκείνα που συχνά-πυκνά με συνοδεύουν στον ύπνο μου,εκτός από τις φιγούρες και τις φωνές της φαμίλιας.
Το πρώτο δεν υπάρχει πλέον και είναι τα δύο θεόρατα πεύκα στην παλιά αυλή μας, που σκέπαζαν ολόκληρο το παλιό σπίτι,ίσως γιατί μου θυμίζουν το οικογενειακό μου δένδρο,ίσως γιατί σε αυτά από κάτω αυτοσχεδιάζαμε τα πρώτα μας παιχνίδια με την αδελφή,ίσως όμως και γιατί αυτά πρώτα που έδωσαν στέγη στα αρχικά μου μουσικά βήματα,γρατζουνόντας την κιθάρα μου κάτω από την άπλετη σκιά τους.
Το δεύτερο και αυτό δεν υπάρχει.Είναι το Κινηματοθέατρο του πατέρα της μάνας μου και παππού μου, Σπύρου Μαυροειδή στο Αργος με τίτλο ΟΡΦΕΥΣ.Εκεί μέσα ο πατέρας μου γνώρισε ως θεατής την μητέρα μου που ήταν στο ταμείο και την ερωτεύτηκε.Εβλεπε το ίδιο έργο τρείς φορές την εβδομάδα για να έχει μια αφορμή στα κόρτε του….βρε τον μπαγάσα!!
Στο καμαράκι προβολής μεγάλωσα μαζί με την αδελφή μου,τυλίξαμε άπειρα καρούλια φιλμ και χτυπήσαμε αμέτρητες φορές το καμπανάκι των διαλειμμάτων.Ηταν η καλή μας έξοδος,φορούσαμε τα καλά μας και δώς του σάμαλι,κώκ λεμονάδες και πορτοκαλάδες,άσε που είχαμε και τα μέσα να μπαίνουμε κρυφά σε ταινίες κατάλληλες άνω των 13!!!
Η τελευταία ταινία πριν κλείσει οριστικά ο ΟΡΦΕΥΣ ήταν…τι ειρωνεία:Σινεμά ο Παράδεισος.
Αυτή είναι και η αγαπημένη μου ταινία,η ταινία της ζωής μου.Ο μικρός Salvatore Cascio του Tornatore είμαστε ακριβώς εγώ και η Ελένη, και ο Philippe Noiret είναι ακριβώς ο παππούς Σπύρος Μαυροειδής.
Ποτέ μου δεν μπόρεσα να χωνέψω ότι ο ΟΡΦΕΥΣ έκλεισε για πάντα και έτσι έφτιαξα τον δικό μου ΟΡΦΕΑ ,το δικό μου Cine Paradiso, 10 μέτρα έξω από το σπίτι μου,μετατρέποντας ένα παλιό σταύλο για άλογα σε ένα μικρό οικογενειακό κινηματογράφο 16 θέσεων,γεμισμένο με ότι κατάφερα να μαζέψω και να σώσω από το κινηματοθέατρο του παππού Σπύρου.
Το τρίτο είναι ένας τζουράς που κρατώ φυλακτό ακόμη από τον παππού Γιάννη….είπαμε πολυτεχνίτης.Τον αγόρασε με ανταλλαγή στην περίοδο της κατοχής για ένα τσουβάλι αραποσίτι.Απο πίσω χειρόγραφα έχει και την ημερομηνία….1941.Ενα τραγούδι έπαιζε όλο και όλο και αυτό ήταν κάποιο που έλεγε:Στην πηγή θα σταματήσω το αλογάκι να ποτήσω.Στην συνέχεια ο πατέρας μου μεγάλωσε το ρεπερτόριο του παππού αφού έπαιζε ακόμη ένα:Νεραντζούλα φουντωτή!!!
Κάποτε κάποτε θυμάμαι, παρακαλούσα τον πατέρα μου να το πιάσει στα χέρια του και να μας παίξει κάτι.Εκείνος γεμάτος περηφάνια και με κόκκινα μαγουλάκια από ντροπή ξεκινούσε το δικό του ρεσιτάλ .Μετά με άφηνε να το παίρνω και εγώ στα χέρια και από τότε φαίνεται ότι άρχισα να ψάχνω για το δικό μου μουσικό όργανο.Γιατί αυτοί και όχι εγώ;
Τα πρώτα μου ορνιθοσκαλίσματα στην μουσική και η συνέχεια τους…..
Κάποια στιγμή λοιπόν στην ντουλάπα μίας ξαδέλφης μου ,είδα παρατημένη μια κλασσική κιθάρα στο μαύρο της το χάλι.Την ρώτησα εάν μπορεί να μου την χαρίσει αφού έτσι και αλλιώς την είχε ξεχασμένη.Ετσι και έγινε.Με χαρά έφτασα στο σπίτι και κάτω από τα δύο μεγάλα πεύκα της αυλής άρχισα να την σκαλίζω .Με τον καιρό και με αυτοσχεδιασμούς στην συνέχεια άρχισα να τοποθετώ στην τύχη τα δάχτυλαμου πάνω στα τάστα της και να μένω σε πατήματα τέτοια που χτυπώντας με το άλλο χέρι τις έξι χορδές ,ο ήχος που ερχόταν να μου αρέσει. Που χρήματα για μαθήματα κιθάρας τότε.Αργότερα έμαθα ότι τα περισσότερα από αυτά που έκανα με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού,ήταν κανονικές συγχορδίες!!!
Με τον καιρό ,ήρθε και η ανάγκη κάπου στα 16 μου χρόνια, να αρχίσω σιγά-σιγά να αυτοσχεδιάζω διάφορα χαζά πραγματάκια,που όταν σήμερα τα ακούω μια που τα κρατάω καλά φυλαγμένα σε κασέτες να βάζω τα γέλια.Κι όμως,σε εκείνα οφείλω τόσα πολλά σήμερα.
Αργότερα ανεβαίνοντας Αθήνα για σπουδές ξεκίνησα δειλά δειλά εγώ με καινούργια κιθάρα πλέον, μαζί με κάποιον Ζακυνθινό που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα να φτιάχνουμε τραγούδια, ώσπου κάποια στιγμή βρήκαμε έναν φίλο στα πλήκτρα,έναν άλλο φίλο στα κρουστά και φτιάξαμε το συκγροτιματάκι ΕΝ ΠΛΩ.
Αρχίσαμε διάφορες εμφανίσεις σε μικρές μουσικές σκηνές της Αθήνας,και φεστιβάλ,όμως η ταυτόχρονη αναζήτησή μας για δισκογράφιση έτυχε πλήρης αποτυχίας,μια και όπως μας έλεγαν, τα τραγούδια μας ήταν πιο μπροστά από την εποχή!!!!
Μετά χαθήκαμε ,αφού ο κάθε ένας τράβηξε τον δικό του δρόμο.Στην συνέχεια έφτιαξα ένα άλλο μικρό σχηματάκι που αυτή την φορά είχε και μπουζουξή.Με αυτό κρατήσαμε πιο πολύ και δουλέψαμε περισσότερο επαγγελματικά,σε ραδιοφωνικές εκπομπές,μουσικές σκηνές και μπαράκια της Αθήνας.
Κάποια στιγμή μας τελείωσε και αυτό και έτσι πορεύτηκα μόνος μέχρι και σήμερα.Συνέχισα να φτιάχνω τραγούδια,και να εμφανίζομαι αρκετά συχνά μεταξύ των άλλων και στο Τσάι στη Σαχάρα,όπου και εξακολουθώ να βρίσκομαι εκεί κάποιες φορές τον χρόνο,παρουσιάζοντας τα δικά μου τραγούδια και όχι μόνο.
Τελευταία και με αφορμή την ποιητική συλλογή ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ έχω ξεκινήσει και τις δικές μου προσπάθειες στον χώρο της μελοποίησης,όμως ο δρόμος εκεί είναι πολύ μακρύς ακόμη,αλά συνάμα και τόσο μαγικός….
Σας ευχαριστώ πολύ....