Published 16 χρόνια πριν in Rock

Το βάπτισμα του πυρός

  • 771
  • 0
  • 0
  • 0
  • 1
  • 0

Στίχοι

										Ήταν σε εκείνη την ανηφοριά θυμάσαι …
που με κρατούσες με ένα δέος αγκαλιά
και ήταν τα χείλη σου που μ΄ ακουμπήσαν
-σαν από λάθος-
και μου φιλούσαν τα μαλλιά

Ήτανε νύχτα …
Και « το φως εισβάλει τη νύχτα»
μου ’λεγες «πιο δυνατό,
αρκεί να δώσεις λίγη βάση
σε κάτι απλό».

Και ήταν τότε που με πήρες αγκαλιά
και εγώ αισθάνθηκα την πόλη να μακραίνει
πήρα το χέρι σου το γέμισα φιλιά
και ένιωσα μέσα μου σαν κάτι να πεθαίνει.

Ω! τώρα ναι δεν θα μπορούσα ποτέ πια
να είμαι όπως ήμουν πρώτα
Η πολιτεία μου χανόταν στη νοτιά
Και ανθίζαν όνειρα –πληγές, όνειρα –φώτα…


Και εγώ σε κοίταζα θυμάμαι σιωπηλά
Βυθίζοντας τα δύο μου χέρια στα μαλλιά σου
-όπως οι άλλοι στη δοκιμασία της αλήθειας-
και φεύγοντας μακριά από τα πάθη
και τα κριτήρια της συνήθειας
σε ρώτησα, με ρίγος, αν υπάρχει
ο έρωτας, η αγάπη και όλα αυτά…
Σε κοίταγα θυμάμαι εκστατικά
και τα δυο χέρια μου σπαρνούσαν στα μαλλιά σου,
σαν άφτερα πουλιά σαν περιστέρια,
τότε νομίζω ήταν που μού ’πες -σβήνοντας τα αστέρια-
«πως όλα αυτά είναι αφέλειες,
μια ανόητη γελοία ιστορία,
μια έμμονη ιδέα μια μανία,
μια φλυαρία ξεχασμένων γυναικών σε γειτονιές.
Μου ‘πες πως ότι αγάπη λέμε
είναι απλά μια έξοδος πικρή
απ’ τα’ οχυρό που μας κυκλώνει,
έργο ζωής που μας μαθαίνουν
να το χτίζουμε μικροί
και που ο χρόνος το τρανώνει.
Μου ΄πες πως κάθε μια φορά
που θα τολμήσουμε να βγούμε
από όποια πύλη
χιλιάδες μυστικές πληγές,
θα μας γεμίσουν κατ΄ αρχήν
- τις πιο βαθιές και οδυνηρές-
τα αγαπημένα χείλη…
κι ύστερα πάλι
ύστερα πάλι απ΄ την αρχή
να συμμαζέψεις τα κομμάτιά σου
και να στυλώσεις ένα χαμόγελο,
μια εικόνα καθώς πρέπει για το πλήθος,
και με σκυμμένο το κεφάλι να νοιαστείς,
γιατί θα πρέπει να βρεθείς
-όσο πιο γρήγορα μπορείς-
και πάλι πίσω από το τείχος….»

Εγώ σε κοίταζα γλυκά
Κι ένα χαμόγελο άρχισε πάλι
να ανθίζει στην μορφή σου…
Ήταν τα χέρια σου ζεστά, ζεστή η βραδιά
Και όλα αυτά μοιάζανε εικόνες της αβύσσου…

Τα χείλη σου πλησίασα θυμάμαι σιωπηλά
Είχαν μια γεύση αλμυρή
-έντονου πάθους και ειλικρίνειας-
και είχα απομείνει ενεή
να περιμένω τις εκβάσεις,
στην έξοδο την τολμηρή
που επεχείρησα, θαρρώ, χωρίς προφάσεις,
αναζητώντας την ταυτότητά μου στο κορμί σου…

και έρχονται κάποτε οι στιγμές
που αναδομώ
μια προσδοκία ιερή
που είχα εξαρτήσει απ΄ τη μορφή σου
και ας πονώ…									

:
/ :

Queue

Clear