Χιονισμένες αυλές κι η καρδιά μεσ΄ το άσπρο με τη μνήμη χορεύουν αγκαλιά, σαν κι εμάς, στις εικόνες του χθες, που τα μάτια μου ΄ θελαν μόνο ΄σένα ν΄ αγρεύουν χούφτες χιόνι γελώντας να μου πετάς. Το κασκόλ το καρό ξετύλιχτο το΄ χες στο λαιμό σου ριγμένο μ΄ ένα φως ξεγνοιασιάς, στου βοριά τον καιρό τα΄ όνειρό μου κρατούσες εσύ ζεσταμένο με δυο χείλη φωτιάς. Γιορτινή φορεσιά και το γέλιο σου φώτιζε σαν χιλιάδες λαμπιόνια της χαράς ραντεβού, στην παλιά εκκλησιά, Χριστουγέννων ξημέρωμα μεσ΄ τ΄ αφράτα τα χιόνια να μου παίρνεις το νου. Χιονισμένες αυλές κι η καρδιά μεσ΄ το άσπρο με τη μνήμη τραβάνε σε νοσταλγίας στρατί, στις εικόνες του χθες, που τα χέρια μου ζήταγες πιο σφιχτά να κρατάνε τ΄ απαλό σου κορμί.
0 comments